-
1 επεισφρεω
(сверх того, затем или еще) вводить, впускать(τινὰ τῷ λέχει τινός Eur.; med. τὸν βάρβαρον τῇ Ἑλλάδι Xen. - v. l. ἐπεισφέρω)
ὄφεις ἐπεισέφρηκε τοῖς σπαργάνοισι Eur. — (Гера) послала змей в колыбель (Геракла)
1 επεισφρεω
(τινὰ τῷ λέχει τινός Eur.; med. τὸν βάρβαρον τῇ Ἑλλάδι Xen. - v. l. ἐπεισφέρω)